Κατηγορία: Βουλή
Αθήνα: 15/10/2019
ΠΡΟΣ:
-Πρόεδρο και Μέλη της Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγματος
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ:
-Γραφείο Πρωθυπουργού της χώρας, κ. Κ. Μητσοτάκη
-κ. Α. Τσίπρα, Πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ
-κα. Φ. Γεννηματά, Πρόεδρο του ΚΙΝΑΛ
-κ. Δ. Κουτσούμπα, Γενικό Γραμματέα ΚΚΕ
-κ. Κ. Βελόπουλο, Πρόεδρο της Ελληνικής Λύσης
-κ. Γ. Βαρουφάκη, Πρόεδρο του Μέρα 25
-κ. Γ. Γεραπετρίτη, Υπουργό Επικρατείας
Συνταγματική Αναθεώρηση: οι προτάσεις της Ε.Σ.Α.μεΑ.
Αξιότιμε Πρόεδρε,
Αξιότιμα Μέλη,
Στο πλαίσιο της αναθεώρησης του Συντάγματος της χώρας, η Εθνική Συνομοσπονδία Ατόμων με Αναπηρία (Ε.Σ.Α.μεΑ.) -η οποία αποτελεί τον τριτοβάθμιο κοινωνικό και συνδικαλιστικό φορέα των ατόμων με αναπηρία και των οικογενειών τους στη χώρα, επίσημα αναγνωρισμένο δια του ν.2430/96 (ΦΕΚ 156Α/10.7.96) Κοινωνικό Εταίρο της ελληνικής Πολιτείας σε ζητήματα αναπηρίας και ιδρυτικό μέλος του Ευρωπαϊκού Φόρουμ Ατόμων με Αναπηρία (European Disability Forum), του μεγαλύτερου φορέα εκπροσώπησης των ατόμων με αναπηρία και των οικογενειών τους σε ευρωπαϊκό επίπεδο- σε συνέχεια της υπ. αριθ. πρωτ. 909/26.06.2017 επιστολής που είχε αποστείλει στην Επιτροπή Διαλόγου για τη Συνταγματική Αναθεώρηση, με το παρόν σας υποβάλλει τις προτάσεις της.
Το Σύνταγμα της χώρας παρέχει προστασία στα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία. Τα κυριότερα άρθρα του Συντάγματος που έχουν σαφή αναφορά ή/και σχετίζονται με θέματα αναπηρίας είναι τα εξής:
-Άρθρο 2 στο οποίο αναφέρεται ότι «Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας».
-Άρθρο 4 παρ. 1, στο οποίο αναφέρεται ότι «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου», ενώ στην παρ. 2 αναφέρεται ότι «Οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις».
-Άρθρο 5Α παρ. 1, όπου αναφέρεται ότι «Καθένας έχει δικαίωμα στην πληροφόρηση...», ενώ στην παρ. 2 αναφέρεται ότι «Καθένας έχει δικαίωμα συμμετοχής στην Κοινωνία της Πληροφορίας. Η διευκόλυνση της πρόσβασης στις πληροφορίες που διακινούνται ηλεκτρονικά, καθώς και της παραγωγής, ανταλλαγής και διάδοσής τους αποτελεί υποχρέωση του Κράτους...».
-Άρθρο 21 παρ. 2, στο οποίο αναφέρεται ότι «Πολύτεκνες οικογένειες, οι ανάπηροι πολέμου και ειρηνικής περιόδου, τα θύματα πολέμου, οι χήρες και ορφανά εκείνων που έπεσαν στο πόλεμο, καθώς και όσοι πάσχουν από ανίατη σωματική ή πνευματική νόσο έχουν δικαίωμα ειδικής φροντίδας από το κράτος». Σύμφωνα µε την παρ. 3 του ιδίου άρθρου «Το κράτος μεριμνά για την υγεία των πολιτών και παίρνει ειδικά μέτρα για την προστασία της νεότητας, του γήρατος, της αναπηρίας και για την περίθαλψη των απόρων». Στην παρ. 6 αναφέρεται: «Τα άτομα με αναπηρίες έχουν δικαίωμα να απολαμβάνουν μέτρων που εξασφαλίζουν την αυτονομία, την επαγγελματική ένταξη και τη συμμετοχή τους στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας».
-Άρθρο 22 παρ. 1, όπου αναφέρεται ότι «Η εργασία αποτελεί δικαίωμα και προστατεύεται από το Κράτος [...] Όλοι οι εργαζόμενοι, ανεξάρτητα από φύλο ή άλλη διάκριση, έχουν δικαίωμα ίσης αμοιβής για παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας».
-Άρθρο 25 παρ. 1, όπου αναφέρεται ότι «Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους [..]». Επίσης, στην παρ. 4 του ιδίου άρθρου αναφέρεται ότι «Το Κράτος δικαιούται να αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης».
-Άρθρο 116 παρ. 2 όπου που αναφέρεται ότι «...Το Κράτος μεριμνά για την άρση των ανισοτήτων που υφίστανται στην πράξη...».
Αξίζει να επισημανθεί ότι η παρ. 6 προστέθηκε στο άρθρο 21 με το Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (12.04.2001) ύστερα από παρέμβαση της Ε.Σ.Α.μεΑ. Η παρέμβαση αυτή βασίστηκε στο άρθρο 26 «Ένταξη των Ατόμων με Ειδικές Ανάγκες» του «Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης», στο οποίο αναφέρεται ότι «Η Ένωση αναγνωρίζει και σέβεται το δικαίωμα των ατόμων με ειδικές ανάγκες να επωφελούνται μέτρων που θα τους εξασφαλίζουν την αυτονομία, την κοινωνική και επαγγελματική ένταξη και τη συμμετοχή στον κοινοτικό βίο». Η προσθήκη της παρ. 6 ήταν ιδιαίτερα σημαντική διότι μέσω αυτής εισήχθη στο δικαιικό μας σύστημα το κοινωνικό μοντέλο της αναπηρίας, δηλαδή αναγνωρίστηκε ότι η αυτονομία, η επαγγελματική ένταξη και η συμμετοχή των ατόμων με αναπηρία στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας είναι ζήτημα πρωτίστως θέσπισης και εφαρμογής πολιτικών και μέτρων.
Η παρ. 6, καθώς και οι υπόλοιπες συνταγματικές διατάξεις στις οποίες προαναφερθήκαμε, αξιοποιήθηκαν στο μέγιστο δυνατό βαθμό από την Ε.Σ.Α.μεΑ. και το αναπηρικό κίνημα της χώρας εν γένει κατά την υποβολή προτάσεων προς την ελληνική Πολιτεία στο πλαίσιο των διαβουλεύσεων που αυτή διεξάγει για τη θέσπιση νέων νομοθετικών μέτρων. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη συμπερίληψη των αναγκών των ατόμων με αναπηρία σε αρκετούς νόμους και ως εκ τούτου στην προώθηση των δικαιωμάτων τους. Ωστόσο ο τρόπος που αυτό επετεύχθη ήταν αποσπασματικός και αυτό διότι οι εκάστοτε κυβερνήσεις αφενός δεν ανταποκρίνονταν πάντοτε θετικά στις προτάσεις του αναπηρικού κινήματος, αφετέρου ο βαθμός υιοθέτησης των προτάσεων διαφοροποιούνταν κατά περίπτωση. Αποτέλεσμα αυτού ήταν σε νομοθετικό επίπεδο ο τρόπος προσέγγισης της αναπηρίας να μην είναι ενιαίος.
Με την επικύρωση της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρία (εφεξής Σύμβαση) καθώς και του προαιρετικού πρωτοκόλλου που τη συνοδεύει από την ελληνική Βουλή με τον ν.4074/2012 (Αρ. ΦΕΚ 88 Α΄/11.04.2012), με την οποία κατοχυρώνεται η δικαιωματική προσέγγιση της αναπηρίας, η ελληνική Πολιτεία οφείλει:
α) να υιοθετήσει όλα τα κατάλληλα νομοθετικά, διοικητικά και άλλα μέτρα, για την εφαρμογή των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται με τη Σύμβαση (άρθρο 4 «Γενικές υποχρεώσεις», παρ. 1, εδάφιο α της Σύμβασης),
β) να λάβει όλα τα κατάλληλα μέτρα, συμπεριλαμβανομένων και των νομοθετικών, προκειμένου να τροποποιήσει ή να καταργήσει τους ισχύοντες νόμους, κανονισμούς, έθιμα και πρακτικές που συνιστούν διακρίσεις σε βάρος των ατόμων με αναπηρίες (άρθρο 4 «Γενικές υποχρεώσεις», παρ. 1, εδάφιο β της Σύμβασης).
Αξίζει να επισημανθεί ότι βασική αρχή που διαπνέει τη Σύμβαση είναι ότι η αναπηρία είναι ζήτημα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και πως τα άτομα με αναπηρία δεν είναι αντικείμενα, αλλά υποκείμενα, άξια σεβασμού και ίσης μεταχείρισης, όπως και όλοι οι άλλοι πολίτες. Για να το πετύχει αυτό η Σύμβαση, αίρει από τα ήδη υπάρχοντα κοινωνικά αγαθά και ανθρώπινα δικαιώματα τα εμπόδια που δυσκολεύουν τα άτομα με αναπηρία να τα απολαύσουν. Η προστασία που παρέχει αφορά όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής και όλα τα άτομα με αναπηρία, ανεξάρτητα του είδους και της βαρύτητας της αναπηρίας τους.
Δεδομένου ότι το Σύνταγμα της χώρας αποτελεί τον ανώτατο/θεμελιώδη νόμο του κράτους, η Ε.Σ.Α.μεΑ. υποστηρίζει ότι η δικαιωματική προσέγγιση της αναπηρίας πρέπει να αποτυπωθεί με μεγαλύτερη ευκρίνεια στο Σύνταγμα της χώρας, ακόμη και εάν το άρθρο 28, παρ.1 του Συντάγματος αναφέρει ότι «1. Oι γενικά παραδεγμένοι κανόνες του διεθνούς δικαίου, καθώς και οι διεθνείς συμβάσεις, από την επικύρωσή τους με νόμο και τη θέση τους σε ισχύ σύμφωνα με τους όρους καθεμιάς, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και υπερισχύουν από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου. H εφαρμογή των κανόνων του διεθνούς δικαίου και των διεθνών συμβάσεων στους αλλοδαπούς τελεί πάντοτε υπό τον όρο της αμοιβαιότητας». Αυτό δύναται να επιτευχθεί μέσω της ενσωμάτωσης των ακόλουθων προτάσεών μας που αφορούν σε συγκεκριμένα άρθρα του Συντάγματος.
Πιο συγκεκριμένα, η Ε.Σ.Α.μεΑ. προτείνει ανά άρθρο τα εξής:
1. Άρθρο 5 (Ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, προσωπική ελευθερία)
Η παρ. 2 να συμπληρωθεί ως ακολούθως (βλ. με έντονη γραμματοσειρά):
« [...] 2. Όλοι όσοι βρίσκονται στην Eλληνική Eπικράτεια απολαμβάνουν την απόλυτη προστασία της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας τους, χωρίς διάκριση εθνικότητας, φυλής, γλώσσας, αναπηρίας και θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων. Eξαιρέσεις επιτρέπονται στις περιπτώσεις που προβλέπει το διεθνές δίκαιο. Απαγορεύεται η έκδοση αλλοδαπού που διώκεται για τη δράση του υπέρ της ελευθερίας».
Αιτιολόγηση: με την εν λόγω προσθήκη μπορεί να παρέχεται προστασία σε άτομα με αναπηρία που διαβιούν στη χώρα μας και δεν διαθέτουν ελληνική ιθαγένεια ή υπηκοότητα (π.χ. πρόσφυγες με αναπηρία, μετανάστες με αναπηρία κ.λπ.).
2. Άρθρο 21 (Προστασία οικογένειας, γάμου, μητρότητας και παιδικής ηλικίας, δικαιώματα ατόμων με αναπηρίες)
α) Η παρ. 2 να τροποποιηθεί/συμπληρωθεί ως ακολούθως (βλ. με έντονη γραμματοσειρά):
«2. Πολύτεκνες οικογένειες, ανάπηροι πολέμου και ειρηνικής περιόδου, θύματα πολέμου, χήρες και ορφανά εκείνων που έπεσαν στον πόλεμο, καθώς και όσοι πάσχουν από ανίατη σωματική ή πνευματική νόσο τα άτομα με μακροχρόνιες σωματικές, ψυχικές, διανοητικές ή αισθητηριακές δυσχέρειες, οι οποίες σε αλληλεπίδραση με διάφορα εμπόδια μπορούν να παρεμποδίσουν την πλήρη και αποτελεσματική συμμετοχή τους στην κοινωνία σε ίση βάση με τους άλλους, έχουν δικαίωμα ειδικής φροντίδας από το Kράτος».
Αιτιολόγηση: επειδή η χρησιμοποιούμενη στο παρόν άρθρο ορολογία παραπέμπει στο ιατρικό μοντέλο της αναπηρίας, προτείνουμε την εναρμόνισή της με την ορολογία που απορρέει από το δικαιωματικό μοντέλο της αναπηρίας. Η ορολογία που προτείνουμε να χρησιμοποιηθεί στο παρόν άρθρο βασίζεται στον στο άρθρο 1 «Σκοπός (Purpose)» της Σύμβασης, όπως έχει αποδοθεί στην αγγλική γλώσσα, ήτοι ως εξής: «Persons with disabilities include those who have long-term physical, mental, intellectual or sensory impairments which in interaction with various barriers may hinder their full and effective participation in society on an equal basis with others».
β) Μετά την παρ. 6 να προστεθεί παρ. 7 ως ακολούθως (βλ. με έντονη γραμματοσειρά):
«7. Η Ελληνική Νοηματική Γλώσσα αναγνωρίζεται ως ισότιμη με την Ελληνική Γλώσσα. Η Πολιτεία λαμβάνει μέτρα για την προώθησή της, καθώς και για την κάλυψη των αναγκών επικοινωνίας των κωφών και βαρήκοων πολιτών».
Αιτιολόγηση: στη χώρα μας, η Ελληνική Νοηματική Γλώσσα (ΕΝΓ) αναγνωρίστηκε με τον ν. 2817/2000 ως η επίσημη γλώσσα των κωφών και βαρήκοων αποκλειστικά και μόνο στον τομέα της εκπαίδευσης. Από το 1998 πραγματοποιούνται επισήμως στην Ελλάδα μαθήματα εκμάθησης της ΕΝΓ, τα οποία οδηγούν, ύστερα από τετραετή φοίτηση, σε εξετάσεις επάρκειας. Η επιτυχής περάτωση των εξετάσεων αυτών επιτρέπει την ένταξη στα Τμήματα Διερμηνέων Ελληνικής Νοηματικής Γλώσσας, διετούς διάρκειας, που με τη σειρά τους οδηγούν στις εξετάσεις Διερμηνέων. Η παρουσία Διερμηνέων ΕΝΓ είναι καίριας σημασίας για την κάλυψη των επικοινωνιακών αναγκών των κωφών και βαρήκοων ατόμων σε όλες τις πτυχές της κοινωνικής ζωής, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνεται και η ανάγκη για ενημέρωση (π.χ. παρουσίαση ειδήσεων στην τηλεόραση και προβολή των συνεδριάσεων του Ελληνικού Κοινοβουλίου με ταυτόχρονη διερμηνεία στη Νοηματική Γλώσσα), καθώς και η πρόσβασή τους σε νοσοκομεία, δικαστήρια κ.ά. Αξίζει να επισημανθεί ότι η πρότασή μας συνάδει απόλυτα με ό,τι υπαγορεύουν τα άρθρα 21 «Ελευθερία της έκφρασης και της γνώμης και πρόσβαση στην πληροφορία» και 24 «Εκπαίδευση» της Σύμβασης -με τα οποία απαιτείται η λήψη κατάλληλων μέτρων για: i) την αποδοχή, αναγνώριση και προαγωγή της χρήσης των νοηματικών γλωσσών ii) τη διευκόλυνση της εκμάθησης της Νοηματικής Γλώσσας, την προώθηση της γλωσσικής ταυτότητας της Κοινότητας των Κωφών και Βαρήκοων, την πρόσληψη δασκάλων, συμπεριλαμβανομένων και δασκάλων με αναπηρία, εξειδικευμένων στη Νοηματική Γλώσσα, την εκπαίδευση επαγγελματιών και προσωπικού όλων των Βαθμίδων της Εκπαίδευσης- καθώς και η παρ. 4 του άρθρου 30 «Συμμετοχή στην πολιτιστική ζωή, την αναψυχή, τον ελεύθερο χρόνο και τον αθλητισμό», στην οποία αναφέρεται ότι: «Τα άτομα με αναπηρίες δικαιούνται, σε ίση βάση με τους άλλους, αναγνώρισης και υποστήριξης της ιδιαίτερης πολιτιστικής και γλωσσικής ταυτότητάς τους, συμπεριλαμβανομένων των νοηματικών γλωσσών και του πολιτισμού των κωφών». Άλλες χώρες που έχουν αναγνωρίσει συνταγματικά τη Νοηματική Γλώσσα είναι οι εξής: Αυστρία, Ουγγαρία, Πορτογαλία και Φινλανδία κ.λπ. Αξίζει να επισημανθεί ότι αν και στην παρ. 2 του άρθρου 65 του ν.4488/2017 έχει περιληφθεί σχετική πρόνοια, ωστόσο μόνο μέσω της συνταγματικής κατοχύρωσης του δικαιώματος των κωφών και βαρήκοων πολιτών στην επικοινωνία παγιώνονται οι νομοθετικές ρυθμίσεις –καθώς αυτές συχνά υπόκεινται σε κατάργηση ή τροποποίηση.
γ) Μετά την προαναφερθείσα παράγραφο 7, να προστεθεί νέα παράγραφος 8 ως ακολούθως (βλ. με έντονη γραμματοσειρά):
«8. Το σύστημα γραφής και ανάγνωσης Μπράιγ (Braille) αναγνωρίζεται ως μέσο επικοινωνίας των τυφλών πολιτών της χώρας. Το κράτος λαμβάνει μέτρα για την προώθησή του, καθώς και για την κάλυψη των αναγκών επικοινωνίας των ως άνω πολιτών».
Αιτιολόγηση: η πρότασή μας συνάδει απόλυτα με ό,τι υπαγορεύουν τα παρακάτω άρθρα της Σύμβασης: α) άρθρο 2 «Ορισμοί» στο οποίο αναφέρεται το εξής: «επικοινωνία» περιλαμβάνει τις γλώσσες, την εμφάνιση κειμένου, τη Μπράιγ,[...]», β) άρθρο 21 «Ελευθερία της έκφρασης και της γνώμης και πρόσβαση στην πληροφορία» της Σύμβασης, σύμφωνα με το οποίο: «Τα Συμβαλλόμενα Κράτη λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να διασφαλίζουν ότι τα άτομα με αναπηρίες μπορούν να ασκούν το δικαίωμα τους στην ελευθερία της έκφρασης και της γνώμης, συμπεριλαμβανομένης και της ελευθερίας να αναζητούν, να δέχονται και να μεταδίδουν πληροφορίες και ιδέες, σε ίση βάση με τους άλλους ανθρώπους και μέσω όλων των μορφών επικοινωνίας της επιλογής τους, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 της παρούσας Σύμβασης, συμπεριλαμβανόμενης και: [...] β. της αποδοχής και διευκόλυνσης της χρήσης των νοηματικών γλωσσών, της Μπράιγ, της συμπληρωματικής και εναλλακτικής επικοινωνίας και όλων των άλλων προσιτών μέσων, τρόπων και μορφών επικοινωνίας της επιλογής τους, από τα άτομα με αναπηρίες στις επίσημες επικοινωνίες τους [...]», γ) άρθρο 9 «Προσβασιμότητα», στο οποίο αναφέρεται ότι: «[...]2. Τα Συμβαλλόμενα Κράτη λαμβάνουν επίσης κατάλληλα μέτρα προκειμένου: [...] δ. να παρέχουν, στα κτίρια και τις λοιπές εγκαταστάσεις που είναι ανοικτές στο κοινό, σύστημα σήμανσης σε Μπράιγ και σε ευανάγνωστες και κατανοητές μορφές, [...]» και δ) άρθρο 24 «Εκπαίδευση», με το οποίο απαιτείται η εφαρμογή μέτρων για τη διευκόλυνση της χρήσης της γραφής Μπράιγ «συμπεριλαμβανομένων και των δασκάλων με αναπηρίες, που κατέχουν τα τυπικά προσόντα στη νοηματική γλώσσα και / ή στη Μπράιγ και να εκπαιδεύουν τους επαγγελματίες και το προσωπικό που απασχολούνται σε όλα τα επίπεδα εκπαίδευσης». Αξίζει να επισημανθεί ότι αν και στην παρ. 3 του άρθρου 65 του ν.4488/2017 έχει περιληφθεί σχετική πρόνοια, ωστόσο μόνο μέσω της συνταγματικής κατοχύρωσης του δικαιώματος των τυφλών πολιτών στην επικοινωνία παγιώνονται οι νομοθετικές ρυθμίσεις -καθώς αυτές συχνά υπόκεινται σε κατάργηση ή τροποποίηση.
δ) Μετά την παρ. 8 να προστεθεί νέα παρ. 9 ως ακολούθως (βλ. με έντονη γραμματοσειρά):
«9. Δεν αποτελεί διάκριση λόγω αναπηρίας η λήψη θετικών μέτρων για την προώθηση της ισότητας των ατόμων με αναπηρίες. Το Κράτος μεριμνά για την άρση των ανισοτήτων που υφίστανται στην πράξη τα άτομα με αναπηρίες».
Αιτιολόγηση: η προσθήκη αυτή είναι απαραίτητη προκειμένου να διευκρινιστεί ότι η λήψη θετικών μέτρων δράσης προς όφελος των ατόμων με αναπηρία (που προβλέπονται στο άρθρο 21, παρ. 6) δεν συνιστά διάκριση.
Ελπίζοντας στη θετική ανταπόκρισή σας στις δίκαιες προτάσεις μας.
Σας ευχαριστούμε θερμά εκ των προτέρων.